- πιπερίτσα
- Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται B της Μεσσήνης.
* * *η, Νβλ. πιπερίζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλλωτή — η (Α βαλλωτή) πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα νεοελλ. ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
πιπερίζα — και πιπερίτσα, η, Ν [πιπέρι] πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, αλλ. βρομόχορτο, βαλλωτή … Dictionary of Greek
Βόρας ή Καϊμακτσαλάν — Όρος της Μακεδονίας, το τρίτο σε ύψος στην Ελλάδα (2.524 μ.), κατά μήκος της μεθορίου μεταξύ Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αρχίζει από τα πρώτα υψώματα της πεδιάδας της Φλώρινας και φτάνει μέχρι τον Αξιό ποταμό,… … Dictionary of Greek